συβαριτισμός

συβαριτισμός
ο
ιδιότητα του Συβαρίτη, μαλθακότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συβαριτισμός — ο, Ν τρυφηλότητα, φιληδονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Συβαρίτης + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”